πνιγμοί

πνιγμοί
πνιγμός
choking
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γκρίναγουεϊ Πίτερ — (Peter Greenaway, Νιούπορτ, Ουαλία 1942 –). Βρετανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ζωγράφος. Σπούδασε αρχικά ζωγραφική στο κολέγιο καλών τεχνών Γουάλθαμστοου, αλλά ξεκίνησε να ασχολείται πειραματικά με τον κινηματογράφο από το 1965,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • πνιγμός — ο θάνατος από ασφυξία, πνίξιμο, ασφυξία: Κάθε καλοκαίρι συμβαίνουν πολλοί πνιγμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”